- υλοζωιστής
- οο οπαδός του υλοζωισμού (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υλοζωιστής — ο, θηλ. υλοζωίστρια, Ν οπαδός τού υλοζωισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < υλοζωία + ιστής*. Η λ., στον λόγιο πληθ. τ. ὑλοζωϊσταί, μαρτυρείται από το 1889 στον Θ. Ι. Μιχαλόπουλο] … Dictionary of Greek